Παναγιώτης Αποστολόπουλος Πέρρος

ΔΡ. ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ » Φιλοσοφία



Ελεύθερο λογισμικό και ανταγωνισμός

Ελεύθερο λογισμικό και ανταγωνισμός

Τίτλος δημοσίευσης: Παναγιώτης Πέρρος «Ελεύθερο Λογισμικό - Πέρα από το άγχος του ανταγωνισμού» - Επιχειρηματική Ηθική (Business Ethics) - Α.-Σ. Αντωνίου (Επιμ.). Εκδόσεις: Σάκκουλας - 2008


Η ιδέα της ελευθερίας στην τεχνολογία και στο λογισμικό

Καθώς συνήθως συμβαίνει με τα προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας, ο ιδιοκτήτης τους θέτει όρους κατά τους οποίους δύναται να παράγει κέρδος κατά τη διανομή τους με συγκεκριμένο τρόπο, απαγορεύοντας ρητά σε οποιονδήποτε να επέμβει στο προϊόν αυτό. Η επέμβαση αυτή απαγορεύεται είτε πρόκειται για αναδιανομή των προϊόντων αυτών, είτε πρόκειται για επέμβαση με σκοπό τη μετατροπή ή την αναδιατύπωση, εφόσον βέβαια όλα αυτά πρόκειται να τα πράξει κάποιος που δεν έχει προηγουμένως εξασφαλίσει τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη.

Καθώς μεταφερόμαστε στην εποχή της πολύπλευρης επιστημονικής επανάστασης διαπιστώνουμε ότι η πολυπλοκότητα στον τομέα τις τεχνολογίας καθιστά πολλές φορές δύσκολη τη συστηματική ανάλυση προβλημάτων που μεταλλάσσονται με το πέρασμα του χρόνου και προκύπτουν υπό νέες μορφές. (Devon, 2004). Κατά τις ύστερες δεκαετίες εικοστού αιώνα εμφανίζεται ο όρος του "λογισμικού", ο όρος δηλαδή που υπονοεί ένα νέο προϊόν πνευματικής ιδιοκτησίας. Το νέο αυτό προϊόν προσφέρει συγκεκριμένες λύσεις αυτοματοποίησης εργασιών τόσο σε επαγγελματικό επίπεδο, όσο και σε προσωπικής χρήσης. Το λογισμικό (όρος που συναντάται και ως "πρόγραμμα") δίνει κατευθύνσεις και οδηγίες στο υλικό του υπολογιστή για τις λειτουργίες που πρέπει να φέρει εις πέρας. Το λογισμικό είναι στην ουσία αυτό που «κυβερνά» το υλικό.

Το λογισμικό κατά τα φαινόμενα, εφόσον πρόκειται για προϊόν πνευματικής δραστηριότητας, ακολουθεί τους κανόνες που διέπουν τα προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας. Τη στιγμή δηλαδή που ο δημιουργός του λογισμικού (προγραμματιστής) παράγει έργο, κατοχυρώνεται νομικά να έχει απόλυτη εξουσία στη διανομή και μετατροπή του προϊόντος του.

Το 1984 επισημοποιείται ένα νέο ιδεολογικό ρεύμα μέσα από τον ίδιο τον κλάδο των παραγωγών λογισμικού, των προγραμματιστών. Ο Richard Stallman, πτυχιούχος φυσικής του Harvard, εργαζόμενος στο εργαστήριο τεχνητής νοημοσύνης του πανεπιστημίου ΜΙΤ (Τεχνολογικό Ινστιτούτο Μασαχουσέτης), αποφασίζει μετά από δέκα περίπου χρόνια εργασίας να εγκαταλείψει τη θέση του για να αφιερωθεί στην ανάπτυξη -και κυρίως της ιδεολογίας- του ελευθέρου λογισμικού (Stallman, 2002). Η ιδεολογία αυτή σύμφωνα με τον R. Stallman προϋπήρχε σε άτυπη μορφή και μάλιστα την παλαιότητα αυτού του θεσμού την παρομοιάζει με εκείνη της ανταλλαγής συνταγών μαγειρικής.

Είναι αξιοπρόσεχτο να τονίσουμε στο συγκεκριμένο σημείο ότι η ιδέα της ελευθερίας στην τεχνολογία και κατά συνέπεια στα τεχνολογικά προϊόντα είναι πολύ πριν από τον τεχνοκράτη (και οψίμως φιλοσοφούντα) Stallman. Τοποθετείται ήδη από τη Χαϊντεγκεριανή υπαρξιστική Φιλοσοφία (Godzinski, 2005) του Dasein (‘Ωδε είναι). Ο άνθρωπος σύμφωνα με τον Heidegger είναι μια διαρκής μέριμνα για τον κόσμο, ή αλλιώς, μια προβολή προς αυτόν. Για να προσεγγίσουμε σύμφωνα με τον Heidegger σημαντικά ζητήματα σχετικά με την τεχνολογία, οφείλουμε να αναπτύξουμε μια ελεύθερη σχέση μαζί της. Η σχέση αυτή θα είναι ελεύθερη μόνο όταν ανοίξουμε διάπλατα την ανθρώπινη ύπαρξή μας ώστε να συναντηθούμε με το βαθύτερο νόημα της τεχνολογίας, να προβάλλουμε την ύπαρξή μας στην ουσία της. Όταν θα γίνουμε ικανοί να ανταποκριθούμε σε αυτή την ουσία, τότε θα μπορέσουμε να τη συλλάβουμε μέσα στα δικά της όρια (Heidegger, 1977). Μόνο κατά τη στιγμή της ελευθέρας συνάντησης τεχνολογίας και ανθρώπου δύναται ο άνθρωπος να ενστερνιστεί και το πλήρες νόημα της έννοιας της τεχνολογίας. Ο Heidegger συνεχίζοντας προσδίδει στην τεχνολογία κάποιες θεμελιακές ιδιότητες. Διατείνεται ότι είναι κάτι ανώτερο από χρηστικό εργαλείο. Είναι κάτι δυναμικό που πρόκειται να μας αποκαλύψει πολλά πράγματα, είναι γεμάτη προκλήσεις που μας περιμένουν. O Heidegger δε δείχνει να διαψεύδεται προς το παρόν. Ακολουθεί η έμπρακτη απόδειξη.

Μερικές δεκαετίες ύστερα από τις ρήσεις του Heidegger, όσο παράδοξο και αν μπορεί αυτό να ακουστεί, ο Stallman κάνει πράξη τα θεωρήματα περί ελευθέρας συναντήσεως με την ουσία της τεχνολογίας. Ξεκινά την ανάπτυξη (ή καλύτερα την προσαρμογή, μιας και χρησιμοποίησε αρκετά κομμάτια ελευθέρου κώδικα που είχαν φτιάξει στο παρελθόν άλλοι προγραμματιστές) ενός ολοκληρωμένου ελευθέρου λειτουργικού συστήματος. Λειτουργικό σύστημα καλείται το πλέον απαραίτητο λογισμικό που έχει ανάγκη κάθε ηλεκτρονικός υπολογιστής ώστε να εκμεταλλευτεί (στο έπακρο εί δυνατόν) τις ικανότητες του υλικού του και να διεξάγει βασικές λειτουργίες, βάσει των οποίων αναπτύσσονται περαιτέρω λογισμικά (Tanenbaum, 1992). Τη συνολική του αυτή προσπάθεια που αποτελείτο από την επιτυχή περάτωση του λειτουργικού συστήματος, αλλά και την περαιτέρω ανάπτυξη σχετικού λογισμικού την ονόμασε "The GNU Project". (Stallman, 2002) Η ονομασία αυτή είναι το αναδρομικό ακρωνύμιο της φράσης "Gnu's Not Unix" (όπου UNIX αποτελεί και αυτό ένα συγγενές λειτουργικό σύστημα).

Η ιδεολογία αυτή θα εδραιωθεί και θα επισημοποιηθεί κάτω από τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό "The Free Software Foundation" που εδρεύει στη Βοστόνη των ΗΠΑ, πρόεδρος του οποίου είναι ο ίδιος ο Richard Stallman. To "Ίδρυμα Ελεύθερου Λογισμικού" ιδρύθηκε το 1985 κυρίως για οικονομικούς λόγους κατά την ομολογία του Stallman. Πρόκειται για ένα αφορολόγητο φιλανθρωπικό ίδρυμα το οποίο δέχεται φιλανθρωπίες αλλά και προωθεί το ελεύθερο λογισμικό σε ποιοτικές διανομές. Το τελευταίο είναι και αυτό που αποτελεί την κύρια πηγή εσόδων του.

Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της νέας ορολογίας (και φιλοσοφίας συνάμα) του ελευθέρου λογισμικού αποτελούν στην πληθώρα τους μια ρηξικέλευθη τομή στην ιστορία της πνευματικής ιδιοκτησίας αλλά και της φιλοσοφίας της τεχνολογίας. Πιο συγκεκριμένα, τα κύρια χαρακτηριστικά του ελευθέρου λογισμικού είναι τα εξής:

Α. Ελευθερία στη χρήση του λογισμικού ανεξαρτήτως σκοπού. Εδώ είναι σαφές ότι δε γίνεται διάκριση ούτε σχετικά με τα άτομα που θα το χρησιμοποιήσουν αλλά ούτε και για ποιο λόγο πρόκειται να το χρησιμοποιήσουν.

Β. Ελευθερία στην τροποποίηση του πηγαίου κώδικα του λογισμικού, ώστε να μετατραπεί στην κατάλληλη μορφή και να ανταποκριθεί στις εκάστοτε ανάγκες του κάθε χρήστη. Αυτό φυσικά συνεπάγεται ότι κάθε ελεύθερο λογισμικό πρέπει να διανέμεται σε προσβάσιμη/ανοιχτή μορφή (μαζί με τον πηγαίο του κώδικα).

Γ. Ελευθερία στην διανομή αλλά και την αναδιανομή τροποποιημένων και μη εκδόσεων. Αυτό σημαίνει πως οποιοσδήποτε έννομος επαγγελματίας μπορεί να προωθεί εμπορικά τη δική του διανομή λογισμικού GNU/GPL ακόμα και με χρηματικό όφελος -το οποίο φυσικά απευθύνεται στη διανομή και όχι στο καθαυτό λογισμικό-. (Laurent, 2004)

Συγκεκριμένη αναφορά οφείλει να γίνει εν προκειμένω στον αγγλικό όρο "free" με τη διττή του σημασία. Αφενός σημαίνει ελεύθερος, αφετέρου δωρεάν. Πολλοί συγχέουν τις δύο αυτές έννοιες, θεωρώντας πως κάθε δωρεάν πρόγραμμα είναι και ελεύθερο. Αυτό όμως δε συμβαίνει, καθώς πολλές εταιρείες παράγουν δωρεάν προγράμματα (για ποικίλους λόγους, κυρίως διαφημιστικούς) χωρίς όμως να διανέμουν τον πηγαίο κώδικα. Αυτό σημαίνει πως ο χρήστης έχει ναι μεν ελευθερία στην προσωπική χρήση του προγράμματος, αλλά όχι στην τροποποίησή του και τις περισσότερες φορές ούτε στην αναδιανομή και το διαμοιρασμό του.

Εξάπλωση – Η αντίθεση «καθεδρικού ναού και παζαριού»

Ηθικά ζητήματα εγείρονται όταν νέες τεχνολογικές νοοτροπίες παρεισφρέουν στον κοινωνικό ιστό. Τότε είναι που συγκρούονται με συμφέροντα καθώς τα νέα δεδομένα προκαλούν ποικίλες ανακατατάξεις και θέτουν τον πολύ κόσμο σε μια επίπονη ίσως διαδικασία πρόσληψης της νέας γνώσης (Juliard, 2004). Αυτό το φαινόμενο όμως είναι απολύτως φυσιολογικό καθώς η τεχνολογική εξέλιξη είναι μια ανθρώπινη αναγκαιότητα με συνεκτική δομή ανά τους αιώνες.

Μετά από αρκετά χρόνια αφότου εμφανίστηκε επισήμως η νοοτροπία του ελεύθερου λογισμικού, πολλά πράγματα έχουν αλλάξει στην επιχειρηματική δραστηριότητα εμπορίας και χρήσης λογισμικού. Το γεγονός αυτό από πολλούς χαρακτηρίζεται και ως μια ξαφνική επανάσταση. Τίποτα απολύτως δεν είχε προσχεδιαστεί, τίποτα δεν εξυπηρετούσε κάποιο οργανωμένο συμφέρον, απλά συνέβη εξαιτίας μιας αυθόρμητης ευχαρίστησης κάποιων ανθρώπων και ανέτρεψε το status quo της επιχειρηματικής –και όχι μόνο- δραστηριότητας (Torvalds, 2001). O Linus Torvalds, πρωτεργάτης του λειτουργικού συστήματος Linux, ομολογεί πως ποτέ δεν περίμενε να τύχει τέτοιας παγκόσμιας αποδοχής το λειτουργικό σύστημα που προόριζε για προσωπική χρήση και ευχαρίστηση.

Επιχειρήματα υπέρ και κατά διατυπώνονται από πολλές πλευρές. Οι επιχειρηματολογικές όμως αυτές διαμάχες έχουν μια ιδιομορφία διότι στην ουσία του το ελεύθερο λογισμικό δεν διέπεται από κανόνες ανταγωνισμού, το ίδιο όμως αποτελεί ανταγωνιστή παρόμοιων εμπορικών και ιδιόκτητων εφαρμογών. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα κάποιες εμπορικές εταιρείες έχουν βρει στο πρόσωπο γνωστών προγραμματιστών ελεύθερου λογισμικού τον τέλειο εχθρό. (Diamond, 2001)

Εδώ έχουμε πλέον δύο αντίθετους πόλους. Πολύ εύστοχα ο Eric S. Raymond θα χαρακτηρίσει τη νοοτροπία ανάπτυξης και εξάπλωσης του ιδιόκτητου λογισμικού ως «καθεδρικό ναό» και την αντίστοιχη νοοτροπία του ελεύθερου λογισμικού ως «παζάρι». Το ιδιόκτητο λογισμικό αναπτύσσεται με μια εσωστρέφεια και μια αυστηρή μεθοδολογία που βασίζεται στο ασφαλές και υψηλό κέρδος. Η εσωστρέφεια και η αυστηρή αυτή τάξη θυμίζει την ευλάβεια που χαρακτηρίζει το κλίμα ενός καθεδρικού ναού. Αντίθετα το ελεύθερο λογισμικό διακατέχεται από μια πρωτότυπη εξωστρεφή μεθοδολογία κατά τη διαδικασία ανάπτυξης και εξάπλωσής του. Τα άτομα που αναπτύσσουν ελεύθερο λογισμικό φροντίζουν να δημοσιοποιούν έγκαιρα ακόμα και τις πρώιμες εκδόσεις του προγράμματος ώστε να συμβάλλουν έμπρακτα σε αυτές και άλλοι εθελοντές προγραμματιστές που ενδιαφέρονται σε μια συγκεκριμένη εφαρμογή  (Raymond, 1999). Η νοοτροπία αυτή του ελεύθερου λογισμικού μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαίνεται παράδοξη, αλλά αποδεικνύεται αποτελεσματική.

Ένα παράδειγμα «καθεδρικού ναού» (σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Raymond) αποτελεί η γνωστή πλέον εμπορική εταιρεία παραγωγής και παγκόσμιας διανομής λογισμικού Microsoft. Η Microsoft οδηγείται κατά καιρούς σε δικαστικές διαμάχες (από άλλες εταιρείες παραγωγής λογισμικού) με την κατηγορία της μονοπωλιακής νοοτροπίας σε συγκεκριμένες τακτικές προώθησης των προϊόντων της. Στον αντίποδα, χρησιμοποιώντας τη νοοτροπία του «παζαριού», το ελεύθερο λογισμικό επιδιώκει να κερδίσει ολοένα και περισσότερο έδαφος. Σε αυτό συντελεί και η δυναμική της συνεχούς δημιουργίας κοινοτήτων ανταλλαγής τεχνικών γνώσεων και απόψεων. Το φαινόμενο της δημιουργίας μεγάλων κοινοτήτων (αλληλο)υποστήριξης (κυρίως σε διαδικτυακό επίπεδο) είναι ευνόητο, καθώς οι χρήστες ενός ελεύθερου λογισμικού εξαπλώνονται σε αριθμό συνήθως ευκολότερα από ένα ανάλογο εμπορικό/ιδιόκτητο πρόγραμμα, το οποίο οφείλει να δαπανήσει σεβαστά ποσά σε διαφήμιση και τεχνική υποστήριξη με την προσδοκία ότι ο τελικός χρήστης με τη σειρά του θα δαπανήσει κάποιο ποσό για την αγορά του.

Η διαφήμιση ενός ελεύθερου λογισμικού όπως θα μας πει και ο R. Stallman (Stallman, 2002) γίνεται κυρίως από φιλικές συστάσεις και δευτερευόντως από εταιρείες διανομής οι οποίες εξορισμού δεν αποκομίζουν το μεγάλο κέρδος που θα τους κάλυπτε κάποια επιπρόσθετα διαφημιστικά έξοδα για προώθηση των διανομών τους.

Οι χρήστες των προγραμμάτων ανοιχτού κώδικα είναι στην πλειοψηφία τους ιδιώτες ή επαγγελματίες εξοικειωμένοι με την τεχνολογία. Αυτό είναι αυτονόητο αφού η γνώση της ύπαρξης των προγραμμάτων ανοιχτού κώδικα προϋποθέτει είτε τη φιλική προσωπική σύσταση -πράγμα σχεδόν αδύνατο όταν το περιβάλλον του ενδιαφερόμενου χρήστη συνήθως δεν έχει σχέση με ανάλογα τεχνολογικά θέματα-είτε την προσωπική αναζήτηση -πράγμα δύσκολο αφού ο αμύητος χρήστης δε γνωρίζει σε ποιες πηγές μπορεί να προστρέξει για να αποκομίσει την επιθυμητή πληροφορία-. Ο αμύητος χρήστης συνήθως απευθύνεται στους πολλούς και όχι δυσεύρετους -κυρίως εξαιτίας της διαφήμισης- εμπορικούς αντιπροσώπους λογισμικού, οι οποίοι είναι εξορισμού και πάντοτε πρόθυμοι να προωθήσουν το ανάλογο εμπορικό/ιδιόκτητο λογισμικό.

Αντίθετα με τον εντελώς αμύητο χρήστη, ο χρήστης που έχει πρόσβαση σε κατάλληλες τεχνολογικές πηγές πληροφόρησης, είτε αυτές είναι προϊόν σύστασης είτε προσωπικής αναζήτησης, είναι σε θέση σχετικά εύκολα να ανακαλύψει την κοινότητα του ελεύθερου λογισμικού ανοιχτού κώδικα και να αποφασίσει αν κάποιο λογισμικό που εντάσσεται σε αυτή τη νοοτροπία ανταποκρίνεται στις ανάγκες του.

Ηθική Προσέγγιση

Το βασικό επιχείρημα της Κατηγορικής προσταγής και οι κοινωνικές και πολιτικές του προεκτάσεις.

Είναι κακό ο προγραμματιστής να αμείβεται χρηματικά σύμφωνα με τη φιλοσοφία του Ελεύθερου Λογισμικού; Φυσικά δεν είναι κακό, εφόσον βέβαια η δραστηριότητά του αυτή δε συνεπάγεται κάποια καταστροφική συνέπεια για την κοινωνία και την επιστημονική κοινότητα γενικότερα. Η ιδιοκτησία όμως του λογισμικού οδηγεί σε καταστροφικές συνέπειες. Εδώ γίνεται εξαρχής εμφανής ο Καντιανός χαρακτήρας του επιχειρήματος του ελεύθερου λογισμικού, καθώς ακόμα και ο ίδιος ο R. Stallman κάνει ευθεία αναφορά στην ηθική θεωρία του Kant (κατηγορική προσταγή) αναγνωρίζοντάς την κιόλας ως Χρυσό Κανόνα:

"Ο λόγος για τον οποίο ένας πολίτης δε χρησιμοποιεί τέτοια καταστροφικά μέσα για να γίνει πλουσιότερος είναι γιατί, αν όλοι το έκαναν αυτό, θα είμαστε όλοι φτωχότεροι εξαιτίας της αλληλοκαταστροφής μας." (Stallman, 2002)

Η ρυθμιστική αρχή της βούλησης του Stallman εξαρτάται από το αν και κατά πόσο μπορεί αυτή να εφαρμοστεί με τη μορφή του καθολικού νόμου, γεγονός που αποτελεί και τον ορισμό της Καντιανής Κατηγορικής Προσταγής. (Πελεγρίνης, 1997)

Η καταστροφικότητα του ιδιόκτητου λογισμικού έγκειται στο γεγονός ότι από μόνη της η ιδιοκτησία λογισμικού παράγει φθόνο και κακώς εννοούμενο ανταγωνισμό, πράγματα τα οποία περιορίζουν τις δυνατότητες εξάπλωσης της γνώσης. Το να θέτει κάποιος περιοριστικούς όρους στον τρόπο χρήσης και διάδοσης ενός προγράμματος μειώνει καθοριστικά την ποσότητα του οφέλους -ακόμα και χρηματικού- που θα μπορούσε να εισπράξει ολόκληρη η κοινωνία από το συγκεκριμένο πρόγραμμα.

Ο άνθρωπος οφείλει να αντιμετωπίζεται ως σκοπός και όχι ως μέσον. Η εμπορική βιομηχανία έχει ως σκοπό τη διάδοση του προγράμματος, ενώ η κοινότητα ελεύθερου λογισμικού έχει ως σκοπό απευθείας τον άνθρωπο και την ωφέλεια που μπορεί να αποκομίσει από ένα λογισμικό. Ταυτόχρονα διαπιστώνει ότι η σύγχρονή του βιομηχανία παραγωγής λογισμικού βασίζεται σε θεμέλια που προκαλούν καταστροφή, πράγμα που βρίσκεται σαφέστατα στους αντίποδες της γνώσης και την επιστημονική πρόοδο.

"Ο έλεγχος πάνω στις ιδέες κάποιου στην πραγματικότητα σημαίνει τον έλεγχο της ζωής του, γεγονός το οποίο επιπροσθέτως οδηγεί στο να γίνεται η ζωή πιο δύσκολη." (Stallman, 2002 - GNU Manifesto)

Η σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα όμως χωρίζεται σε δυο κύριες τάξεις προγραμματιστών. Από τη μια πλευρά στους προγραμματιστές που παράγουν ιδιόκτητο λογισμικό με αποκλειστικό σκοπό το κέρδος και από την άλλη σε εκείνους που ασπάζονται τους κανόνες του ελεύθερου λογισμικού και της εθελοντικής προσπάθειας. Οι πρώτοι –της «δεξιάς πτέρυγας»- είναι συνήθως εκείνοι που ενδιαφέρονται ιδιαιτέρως (και μερικές φορές αποκλειστικά) για τον πλουτισμό, ενώ οι δεύτεροι –της «αριστερής πτέρυγας»- είναι εκείνοι που δείχνουν αποστροφή για τη συγκέντρωση πλουτισμού. Εδώ γίνεται εμφανής ένας εσωτερικός πολιτικός διαχωρισμός στις τάξεις των προγραμματιστών. Η δεξιά πτέρυγα είναι ο γνήσιος εκπρόσωπος της κεφαλαιοκρατικής δομής της αγοράς. Η «αριστερή» πτέρυγα είναι εκείνη που συνήθως εκφράζεται υπέρ του ελευθέρου λογισμικού με μια πολιτική πεποίθηση που από πολλούς χαρακτηρίζεται ως αντι-ιδιοκτησιακός ατομικισμός ή και ως αναρχισμός (Moglen, 1999). Ο αναρχισμός αυτός κατά πολλούς αναδύεται απρόοπτα αλλά και γοργά ως μια νέα κραταιά μορφή παραγωγής.

Ο συγκεκριμένος πολιτικός διαχωρισμός είναι εμφανώς υπεραπλουστευμένος αφού δύναται και εκείνος που παράγει ελεύθερο λογισμικό να πλουτίσει, χωρίς να απομακρυνθεί από την προαναφερθείσα ηθική απαίτηση της Κατηγορικής Προσταγής. Όντως το πρόγραμμα ως προϊόν δεν είναι η μοναδική βιοποριστική λύση για τον προγραμματιστή, ή ακόμα και για μια εταιρεία διανομής λογισμικού. Έσοδα μπορεί να αποφέρουν η τεχνική υποστήριξη, οι συμβουλευτικές υπηρεσίες και όσα οφέλη μπορεί να έχει η αύξηση της φήμης του προϊόντος ελευθέρου λογισμικού. Σε αρκετές περιπτώσεις ιδρύονται εμπορικές εταιρείες που έχουν ως αποκλειστικό αντικείμενο τη διανομή και την τεχνική υποστήριξη του λογισμικού και όχι το λογισμικό καθαυτό καθώς μπορεί ο οποιοσδήποτε να το βρει ελεύθερα στο internet και να το εγκαταστήσει στον υπολογιστή του. Σε αυτή την περίπτωση, γνωστοί επιχειρηματίες του συγκεκριμένου χώρου διατείνονται πως η εμπορική προώθηση της διανομής ενός ελευθέρου λογισμικού ενέχει τις ίδιες δυσκολίες όπως και η περίπτωση διανομής ενός κλειστού/ιδιόκτητου λογισμικού (Young, 1999). Η εμπορική και κερδοσκοπική δραστηριότητα κοντολογίς δεν διαφέρει ιδιαίτερα, ακόμα και όταν η φύση του προς συναλλαγή προϊόντος είναι εντελώς διαφορετική.

Στην αποκομιδή του κέρδους καθαυτή, όπως ήδη αναφέρθηκε, η ιδεολογία του ελευθέρου λογισμικού δεν αντιτίθεται. Εκφραστές της προκείμενης ιδεολογίας ισχυρίζονται χαρακτηριστικά ότι ακόμα και η συστηματική επιδίωξη εκπλήρωσης του προσωπικού συμφέροντος σε μια καλά οργανωμένη κοινωνία πολλές φορές οδηγεί σε ηθικά οφέλη για ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο (Fueston, 1998). Όπως γίνεται αντιληπτό, η καντιανή ηθική επιταγή, όπως ακριβώς διατυπώθηκε από τον Stallman, δεν στρέφεται εναντίον του πλουτισμού, αλλά της ιδιοκτησίας του λογισμικού, την οποία και χαρακτηρίζει ως καταστροφική.

Το δεοντολογικό επιχείρημα της απόλυτης εγγενούς αξίας της ελεύθερης γνώσης.

α. Η εγγενής αξία της ελεύθερης γνώσης

Η αξία της γνώσης αλλά μόνο υπό την ελεύθερη μορφή της προβάλλεται μέσα από τη φιλοσοφία του ελεύθερου λογισμικού. Αυτό σημαίνει πως τίθεται εκ των προτέρων κάποιος απαράβατος ηθικός κανόνας απέναντι στον οποίο οφείλουν να είναι συνεπείς εκείνοι που τον ακολουθούν ώστε να καθίστανται συγκροτημένα ηθικά πρόσωπα. Οτιδήποτε αντίκειται τη βασική αυτή αρχή αναγνωρίζεται αυτόματα ως απαράδεκτο. Για να τεθεί ο κανόνας αυτός, ακολουθείται συγκεκριμένη επιχειρηματολογία.

Καταρχάς τονίζεται ότι δεν υπάρχει εγγενές ή φυσικό δικαίωμα στην πνευματική ιδιοκτησία. Οι εκάστοτε κυβερνήσεις έχουν αναπτύξει σχετικούς νόμους για την πνευματική ιδιοκτησία κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες και για να εξυπηρετήσουν συγκεκριμένους στόχους. Για παράδειγμα το σύστημα κατοχύρωσης των ευρεσιτεχνιών αναπτύχθηκε περισσότερο για να βοηθήσει την κοινωνία και όχι τόσο τους εφευρέτες. Η ευρεσιτεχνία αφορά κυρίως τις βιομηχανίες οι οποίες είναι σε θέση να πληρώσουν τα πνευματικά δικαιώματα σε σχετικά μικρό κόστος αν λάβουμε υπόψη και το συνολικό κόστος της υποδομής μιας βιομηχανικής παραγωγής. Επομένως οι ευρεσιτεχνίες από μόνες τους δεν βλάπτουν τον πολίτη. Η ιδέα του copyright, δεν υπήρχε στην αρχαιότητα όταν συγγραφείς συχνά αντέγραφαν άλλους συγγραφείς σε θέματα επιστημονικής πραγματικότητας. Αυτή η δραστηριότητα αποδείχτηκε τελικά πολύ χρήσιμη καθώς ήταν ο μόνος τρόπος διάσωσης σημαντικών έργων αρχαίων συγγραφέων ακόμα και αποσπασματικά. Η ιδέα του copyright (όρος ο οποίος αντικαθίσταται στα έργα του GNU/GPL ως "copyleft") αναπτύχθηκε από την ανάγκη να καθιερωθεί το επάγγελμα του συγγραφέως. Στα πλαίσια στα οποία αναπτύχθηκε αυτό δεν προξένησε ιδιαίτερο κακό αφού τα βιβλία μπορούσαν να αντιγραφούν με οικονομικό τρόπο σε τυπογραφείο, οπότε το γεγονός αυτό δεν είσαι σε θέση να εμποδίσει τον άνθρωπο από το να εκμεταλλευτεί τη γνώση ενός βιβλίου. (Stallman, 2002)

Η παραδεδομένη σύγχρονη πραγματικότητα επιτάσσει την παραγωγή κέρδους από το κλείδωμα των ιδεών μέσα σε ανθρώπους, χώρους ή καταστάσεις. Για παράδειγμα ο δικηγόρος μπορεί να αποκομίζει αρκετά χρήματα χωρίς να είναι δημιουργικός. Απλά διατυπώνει λόγια ρουτίνας όπως όταν συντάσσει κάποια διαθήκη ή κάποιο συμβόλαιο. Με τον ίδιο τρόπο, κάποιο μουσείο επιβάλλει στον επισκέπτη να πληρώσει εκ νέου κάποιο αντίτιμο εισόδου ώστε να δει κάποιο ζωγραφικό πίνακα αφού έχει απαγορευθεί εκ των προτέρων η απαθανάτιση του πίνακα σε κάποιο αποθηκευτικό μέσο καταγραφής (πχ. Φωτογραφία, video) (Sitaker, 2005). Η παραδοσιακή αυτή μορφή σκέψης καθώς φαίνεται είναι ασύμβατη με την ιδεολογία του ελευθέρου λογισμικού.

Όλες οι άδειες και τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας που διαμορφώνονται από τις εκάστοτε κυβερνήσεις μεταβιβάζονται στην κοινωνία προς χάριν της κοινωνίας γιατί με αυτόν τον τρόπο, καλώς ή κακώς, αυτή η κοινωνία ως σύνολο θα έχει ωφέλεια από την μεταβίβαση αυτή. Παρολαυτά πρέπει να φτάσουμε στο σημείο να αναρωτηθούμε το δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας τι ακριβώς δικαιώματα δίνει στον ιδιοκτήτη, στον πνευματικό παραγωγό. Ο πνευματικός παραγωγός λοιπόν συνάγεται ότι πρέπει να δρα προς όφελος της κοινωνίας και να έχει τον άνθρωπο ως σκοπό (σύμφωνα και με τη θεωρία της κατηγορικής προσταγής) και όχι να χρησιμοποιεί το δικαίωμα που του εκχωρεί η κοινωνία ώστε να πλουτίζει και να καταστρέφει την περιοχή της γνώσης περιορίζοντάς την.

β. Η ανιδιοτέλεια του εξαιρετικού ενδιαφέροντος που προκύπτει από τη γνώση καθαυτή.

Το άμεσο οικονομικό όφελος δεν αποτελεί βασικό κίνητρο για τον προγραμματιστή. Η ανάπτυξη του λογισμικού διατηρεί μια ακατανίκητη και διασκεδαστική έλξη για μερικούς ανθρώπους (Stallman, 2002), οι οποίοι τυγχάνει να είναι και οι καλύτεροι στο να προγραμματίζουν.

Στο προκείμενο σημείο αξίζει να τονιστεί ότι στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι προγραμματιστές εφαρμογών ελεύθερου ανοιχτού κώδικα -και μάλιστα των πιο διάσημων εφαρμογών- επικαλούνται συχνά αυτό το επιχείρημα της χαράς της δημιουργίας που πολλές φορές το ταυτίζουν με την ψυχαγωγία. Αυτό ενισχύεται και από το ότι ο προγραμματιστής δεν αισθάνεται καταπιεσμένος από το αντικείμενο της δουλειάς του, καθώς τις περισσότερες φορές επιλέγει ο ίδιος τον θεματικό τομέα με τον οποίο θα καταπιαστεί (Weber, 2004). Οι πλειοψηφία των προγραμματιστών ελεύθερου λογισμικού εργάζονται εθελοντικά και έχουν σαν κύριο μέλημα να μετατρέψουν τη δυσκολία της δουλειάς τους από βάσανο σε ευχάριστη ενασχόληση, καθώς και ευκαιρία για διεύρυνση των γνωστικών τους οριζόντων.

Επιπλέον όμως, η χρηματική αμοιβή για ένα προγραμματιστή δεν αποκλείεται στην περίπτωση που αυτός αποφασίσει να παράγει ελεύθερο λογισμικό ανοιχτού κώδικα. Μπορεί στην πληθώρα των περιπτώσεων βέβαια να είναι μικρότερη απόσο θα ήταν αν προωθούσαν κλειστό λογισμικό, το γεγονός αυτό όμως δεν πρέπει να πτοεί καθόλου τους προγραμματιστές. Εξάλλου εδώ ο Stallman φέρνει το συγκεκριμένο παράδειγμα από την προσωπική του εμπειρία καθώς εργαζόταν στο MIT. Ο ίδιος και οι συνεργάτες του αμείβονταν με τα λιγότερα χρήματα που θα μπορούσαν να αποκομίσουν από την αγορά με την ιδιότητα του προγραμματιστή. Παρόλαυτά, η έλλειψη των χρημάτων αντισταθμιζόταν με άλλα οφέλη όπως η εκτίμηση, ο αυτοσεβασμός, η φήμη και η αναγνώριση. Εκτός των άλλων οι περισσότεροι από τους συνεργάτες του είχαν την ευκαιρία στο άμεσο μέλλον να εργαστούν στο ίδιο ενδιαφέρον γνωστικό αντικείμενο με πολύ περισσότερα χρήματα (Stallman, 2002). Τα χρήματα όμως αυτά δεν περιόριζαν σε τίποτα το δικαίωμα στην ελευθερία της γνώσης.

Τα χρήματα δεν πρέπει να είναι το μοναδικό κριτήριο ενός προγραμματιστή. Ο προγραμματιστής πρέπει να προγραμματίζει για συγκεκριμένες αιτίες (όπως αυτές που προαναφέρθηκαν) και όχι για χάρη των χρημάτων. Αλλά αν μέσα σε αυτά τα πλαίσια ο προγραμματιστής έχει την ευκαιρία να πλουτίσει, είναι ευνόητο πως πρέπει να το κάνει. Όπως και να’χει πάντως από αυτά επιπλέον συνάγεται το σημαντικό συμπέρασμα ότι η ποιότητα ενός λογισμικού δεν σχετίζεται απαραίτητα με τη χρηματική αμοιβή.

Συνεπειοκρατικά επιχειρήματα.

α. Η σημασία της προώθησης της γνώσης

Η νοοτροπία του ελευθέρου λογισμικού αντιμετωπίζεται από ορισμένους ως κίνδυνος για τη δημιουργικότητα και την ποιότητα των παραγομένων προϊόντων. Για να προχωρήσουμε αυτό το σκεπτικό, θεωρείται ότι η άμεση υλική αμοιβή έχει ευθεία σχέση με το κύρος και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και –πιο εξειδικευμένα- του επαγγελματία. Το επιχείρημα αυτό της αξιοπρέπειας διατυπώνεται συνήθως όταν νέες ιδεολογίες και νέες τεχνολογίες εισβάλλουν δυναμικά σε παραδοσιακές οικονομικές και κοινωνικές δομές (Smith, 2005). Αυτοί που ενστερνίζονται αυτές τις θεωρήσεις αντιτείνουν ότι ο ανταγωνισμός κάνει τα πράγματα καλύτερα. Το κύριο επιχείρημα είναι ότι με το να βραβεύουμε τον αγωνιστή, εκείνος ενθαρρύνεται να αγωνιστεί καλύτερα. Το σύγχρονο όμως κεφαλαιοκρατικό σύστημα δε λειτουργεί ακριβώς με αυτό τον τρόπο. Έχει πάρει πλέον το δρόμο της έκπτωσης προς κάτι πολύ χειρότερο που θέτει φραγμούς στη γνώση και την εξέλιξη.

Ο (αντ)αγωνιστής πολλές φορές ξεχνά τελείως το βραβείο και εθίζεται στο σκεπτικό να ξεπεράσει τον αντίπαλο που πλέον αρχίζει να τον βλέπει υπό το οπτικό πρίσμα του εχθρού. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια επινοεί αθέμιτες στρατηγικές ώστε να επιτύχει το στόχο του. Φανταστείτε λοιπόν έναν αγώνα δρόμου, όπου ενώ ο στόχος είναι να επιτευχθεί ένα νέο ρεκόρ ταχύτητας, εμπλέκονται όλοι οι αθλητές στη μέση της κονίστρας σε έναν καυγά καθώς επιτίθενται ο ένας στον άλλο. Με αυτό τον τρόπο όλοι ανεξαίρετα οι αθλητές θα καταλήξουν να τερματίσουν αργά. Το πάθος τους για τη νίκη αλλοίωσε τον αρχικό σκοπό τους αφού μετατράπηκε σε πάθος για την επικράτησή τους έναντι των άλλων. Το ζητούμενο δηλαδή πλέον δεν είναι η νίκη, αλλά η ήττα του αντιπάλου με οποιοδήποτε μέσον. Μέσα λοιπόν σε μια τέτοια αγωνιστική κονίστρα που αποτελεί μικρογραφία της σύγχρονης κοινωνίας ο διαιτητής (ενν. το κράτος) αντί να σταματήσει τελείως τον καυγά, σπεύδει να ορίσει κανόνες που θα τον διέπουν. Αντί λοιπόν να ορίσει έναν κανόνα αποφυγής τέτοιων τακτικών, τις οριοθετεί θέτοντας για παράδειγμα τον κανόνα ότι κάθε αθλητής μπορεί να εκτοξεύσει μόνο μια σφαίρα προς το κεφάλι του ανταγωνιστή του κάθε δέκα μέτρα (Stallman, 2002). Η έκπτωση του ανταγωνισμού σε αυτό το επίπεδο σίγουρα δεν προωθεί την πρόοδο και την εξέλιξη τόσο της επιστημονικής όσο και τον απλούστερων μορφών γνώσης.

Η προώθηση της γνώσης είναι πλέον επιτακτική ανάγκη. Η σκοποθεσία και η εν γένει νοοτροπία του ελευθέρου λογισμικού συμβάλλει καθοριστικά στη διαμόρφωση ενός παγκόσμιου πληροφοριακού οικοσυστήματος, γεγονός το οποίο στο παρελθόν φάνταζε τελείως ανέφικτο (Adler, 1998). Σήμερα πλέον μπορεί κάποιος να κάνει την αρχή και να φυτέψει το σπόρο μιας ιδέας, χωρίς να φαντάζεται σε τι διαστάσεις μπορεί να αναπτυχθεί η καλλιέργεια αυτής της ιδέας. Ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη πλέον είναι μόλις ένα βήμα από την είσοδο και την ενδεχόμενη ενεργή συμμετοχή του σε αυτό το πληροφοριακό οικοσύστημα.

β. Η ικανοποίηση και η ευχαρίστηση των τελικών χρηστών

Πρόσφατες στατιστικές έρευνες (Scavo, 2005) δείχνουν ότι οι τελικοί χρήστες (οι οποίοι σε αρκετές περιπτώσεις είναι εταιρείες και επαγγελματίες) εκτιμούν το ελεύθερο λογισμικό πρώτιστα γιατί δεν εξαρτώνται από εμπορικούς προμηθευτές (ήτοι κρατούν την τύχη τους στα χέρια τους), δεύτερον γιατί  έχει μηδαμινό κόστος, τρίτον γιατί είναι απεριόριστα παραμετροποιήσιμο για να καλύψει τις εξειδικευμένες ανάγκες τους και ύστερα γιατί το γεγονός της ελεύθερης παρέμβασης μπορεί να προσφέρει αυξημένα ποσοστά ασφάλειας από ανεπιθύμητη πρόσβαση στο λογισμικό (καθώς οι ίδιοι επεμβαίνουν στον πηγαίο κώδικα και καλύπτουν ενδεχόμενα κενά ασφαλείας κατά βούληση). Όλα αυτά τα προτερήματα αποτελούν βασικές επιχειρηματολογικές πηγές για να στοιχειοθετηθεί ένα από τα κύρια συνεπειοκρατικά επιχειρήματα υπέρ του ελευθέρου λογισμικού.

Το κύριο επιχείρημα της συνεπειοκρατίας ή του ωφελιμισμού είναι ότι μέσω της διάδοσης ελεύθερου λογισμικού ανοιχτού κώδικα επιτυγχάνεται το μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό ευτυχίας στο μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ατόμων. Αυτό ενισχύεται επιπλέον και μέσω του επιχειρήματος ότι εκείνος που αναπτύσσει ελεύθερες εφαρμογές, το πράττει κατά κύριο λόγο για δική του ευχαρίστηση και από εκεί παράγονται και τα προαναφερόμενα προτερήματα. Όταν το πρόγραμμα είναι προϊόν ευχαρίστησης, τότε έχει πολλές πιθανότητες να αποκτήσει πολλούς και ευχαριστημένους χρήστες. Τα θετικά συναισθήματα προσφέρουν τα μέγιστα τόσο στη διεκπεραίωση εργασιών όσο και στην απομάκρυνση του αγχογόνων καταστάσεων (Fredrickson, 2001).  Σχετικά με αυτό το επιχείρημα η κοινότητα ανάπτυξης ελεύθερου λογισμικού ηλεκτρονικού εμπορίου με τον τίτλο Oscommerce έχει σα λογότυπο τη φράση: "Όταν παίρνεις, κερδίζεις τα προς το ζην, αλλά όταν δίνεις κερδίζεις τη ζωή". (Ponce de Leon, 2000)

Οι ευχαριστημένοι τελικοί χρήστες εκδηλώνουν έμπρακτα ολοένα και περισσότερο το ενδιαφέρον τους τόσο για το λογισμικό ανοιχτού κώδικα, όσο και για τη φιλοσοφία που το περιβάλλει. Ο Stallman, ως ο κύριος διαχειριστής της φήμης του ελεύθερου λογισμικού, καλείται συνεχώς σε συνέδρια και συναντήσεις σε όλο τον κόσμο (Williams, 2002). Το ευρύτατο πρόγραμμα ομιλιών του κατά το διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου 2000 και Δεκεμβρίου 2001 περιελάμβανε σταθμούς σε έξι ηπείρους με ενθουσιώδη υποδοχή ακόμα και σε χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία.

γ. Η Συμφιλίωση των προγραμματιστών

Ο Stallman ομολογεί πως βρήκε αρκετούς προγραμματιστές να πλαισιώσουν την προσπάθειά του. Οι προγραμματιστές αυτοί ήταν δυσαρεστημένοι από την εμπορευματοποίηση του λογισμικού, αφού ναι μεν αποκόμιζαν χρήματα από αυτή τη δραστηριότητα, από την άλλη πλευρά όμως αισθάνονταν ότι βρίσκονται σε διαρκή διένεξη με τους συναδέλφους τους αντί να τους αισθάνονται ως συναδέλφους συναγωνιστές. Η φιλία μεταξύ των προγραμματιστών βασίζεται στη δυνατότητά τους να ανταλλάσσουν ελεύθερα κώδικα. Οι εμπορικοί κανόνες όμως τους απαγορεύουν κάτι τέτοιο και τους οδηγεί στο σημείο να αποφασίσουν μεταξύ φιλίας και έννομης συμπεριφοράς. Φυσικό είναι, τονίζει ο Stallman, ότι αρκετοί προγραμματιστές θεωρούν ότι η φιλία είναι σημαντικότερη. Αυτοί όμως που δίνουν προτεραιότητα σε αυτού του είδους την έννομη τάξη των εμπορικών κανόνων υιοθετούν μια κυνική συμπεριφορά, βάσει της οποίας θεωρούν ότι το να προγραμματίζεις είναι απλός ένας τρόπος βιοπορισμού.

Ψυχολογική Προσέγγιση

α) Η δυναμική της ομάδας

Η νοοτροπία του ελευθέρου λογισμικού βασίζεται, όπως ήδη έχει προαναφερθεί, στην άμεση και διαρκή εξωτερίκευση ιδεών και απόψεων με σκοπό το διαμοιρασμό και την αξιοποίηση των δεδομένων που προκύπτουν από μια τέτοια διαδικασία. Εδώ δεν υπάρχει η «ευλαβική διαδικασία του καθεδρικού ναού», αλλά η ανοιχτή κοινότητα και η εξωτερίκευση σκέψεων και τάσεων μέσω του μοντέλου του «παζαριού». Η άμεση κοινοποίηση του προς επίλυση προβλήματος απαλλάσσει τον προγραμματιστή από ένα σημαντικό μέρος της ψυχολογικής του επιφόρτισής. Η ευθύνη πλέον για ένα θετικό αποτέλεσμα δεν είναι αποκλειστικά δική του, αλλά μιας κοινότητας ατόμων που είναι πρόθυμοι να συμβάλλουν στην περάτωση του έργου.

Επιπροσθέτως, ένα καθοριστικό κοινωνικό ψυχολογικό φαινόμενο είναι εκείνο που ωθεί το ελεύθερο λογισμικό σε ταχύτερους ρυθμούς εξέλιξης από εκείνους του ιδιόκτητου. Αυτό το φαινόμενο έχει σχέση καθαρά με το εκτενές μέγεθος των κοινοτήτων του ελευθέρου λογισμικού και της δυναμικής της ομάδας που αναπτύσσεται. Συγκεκριμένα πειράματα σε διάφορες κοινωνικές ομάδες έχουν δείξει ότι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων η δραστηριότητα ή οι αποφάσεις ενός ατόμου αποδεικνύονται λιγότερο τολμηρές από εκείνες που δείχνει αθροιστικά η ομάδα στην οποία θα ενταχθεί το συγκεκριμένο άτομο για την εκπλήρωση ενός στόχου (Γεώργας, 1999). Αυτό σημαίνει πως το ίδιο το άτομο αλλάζει στάση και γίνεται τολμηρότερος με την είσοδό του σε ένα ομαδικό κλίμα συνεργασίας. Το φαινόμενο αυτό της «αλλαγής της στάσης προς το ριψοκίνδυνο» (The risky shift phenomenon) επιβεβαιώνεται από πολλούς ερευνητές, κυρίως στις δυτικές βιομηχανικές κοινωνίες.

Το φαινόμενο της αλλαγής της στάσης προς το ριψοκίνδυνο δεν έχει πάντοτε θετική συνισταμένη. Μπορεί να δρα ως καταλύτης σχετικά με την εξελικτική διαδικασία, σε καμία περίπτωση όμως δεν προδικάζει ένα επωφελές τελικό αποτέλεσμα. Το ρίσκο υποδηλώνει κατά κύριο λόγο μια αβεβαιότητα, μια έλλειψη γνώσης η οποία είναι τόση, όση ακριβώς χρειάζεται ώστε να μην είμαστε βέβαιοι (στο μέτρο του ανθρωπίνως δυνατού) για την έκβαση ενός αποτελέσματος (Hanson, 2004). Συνεπώς, η δυναμική της ομάδας τείνει να υπερκαλύπτει ή να αντικαθιστά αυτή την έλλειψη γνώσης και μια αίσθηση ή ψευδαίσθηση βεβαιότητας. Το αποτέλεσμα πάντοτε αμφίβολο. 

Αντίστοιχα πειράματα έχουν δείξει ότι σε αρκετές περιπτώσεις η πλειοψηφία πολώνεται σε μια λανθασμένη άποψη. Αυτό συμβαίνει είτε επειδή αυτή η λανθασμένη άποψη είχε διατυπωθεί χρονικά πρώτη και τα μέλη της ομάδας θεώρησαν «βολικό» απλά να συμφωνήσουν αβασάνιστα με αυτή ώστε να αποφύγουν την ευθύνη διατύπωσης μιας αντιτιθέμενης άποψης, είτε επειδή η επιρροή του αρχηγού της ομάδας ήταν τόσο έντονη, ώστε να την οδηγήσει τελικά σε μια λανθασμένη ομοφωνία (Raven, 1998). Τα μέλη της ομάδας πλέον δηλώνουν ικανοποιημένα από το γεγονός της ομοφωνίας και μόνο και όχι από το ενδεχόμενο ενός ομαδικού σφάλματος. Εδώ πλέον ταιριάζει ο γνωστός νιτσεϊκός αφορισμός ότι ο παραλογισμός στα άτομα είναι ένα σπάνιο φαινόμενο, στις ομάδες ατόμων όμως, στις κοινωνίες και τα έθνη παρατηρείται πολύ συχνά.

Πέρα όμως από την αξιολόγηση του αποτελέσματος μιας ευρείας ομαδικής εργασίας πάνω σε μια εφαρμογή ελευθέρου λογισμικού, το γεγονός της ψυχολογικής αποφόρτισης και μόνο εξαιτίας της δυναμικής της ομάδας αποδεικνύεται πολύ χρήσιμος παράγοντας τόσο για τον προγραμματιστή ως μονάδα, όσο και το ελεύθερο λογισμικό ως ένα πλαίσιο ταχέως εξελισσόμενου παγκοσμίου οικοσυστήματος. Το άγχος και τα διάφορα παρελκόμενα συναισθήματα παραδίδουν τη θέση τους στη δημιουργική και ευχάριστη αξιοποίηση του χρόνου.

β) Ο γνωστικός παράγων του ενδιαφέροντος

Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, οι συμμετέχοντες στη διαδικασία παραγωγής ενός ελευθέρου λογισμικού στην πλειοψηφία τους επικαλούνται το επιχείρημα της εργασίας ως ψυχαγωγίας. Πολλές φορές αναφέρεται ο παραλληλισμός μεταξύ των προγραμματιστών και των μουσικών: Οι μουσικοί, όταν δε συμμετέχουν ενεργά σε κάποιο σχήμα που θα τους αποφέρει χρηματικό κέρδος, συνεχίζουν και παίζουν μουσική επειδή ακριβώς δεν αντιλαμβάνονται την εργασία τους ως καταναγκασμό, αλλά ως ψυχαγωγία.

Στα πλαίσια της Γνωστικής Ψυχολογίας είναι γνωστό ότι για να είναι αποτελεσματική και λιγότερο χρονοβόρα η ολοκλήρωση μιας πνευματικής εργασίας, κρίνεται απαραίτητη η προσήλωση της προσοχής του ατόμου που συμμετέχει στη διαδικασία αυτή. Η προσοχή επικεντρώνεται σαφώς ευκολότερα όταν το αντικείμενο με το οποίο καταπιάνεται ο άνθρωπος του προκαλεί το ενδιαφέρον (Πόρποδας, 1996). Όσο εντονότερο είναι το ενδιαφέρον που προκαλείται, τόσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό της προσήλωσης και αναλόγως αυξάνονται και οι πιθανότητες της επιτυχούς διεκπεραίωσης τόσο μιας πνευματικής εργασίας, όσο και μιας απλής διαδικασίας μάθησης.

Στην επιτυχή διεκπεραίωση της εργασίας βέβαια συντελούν καθοριστικά και άλλοι παράγοντες, όπως η προσωπικές δεξιότητες των συμμετεχόντων, το περιβάλλον εργασίας και οι εκάστοτε ευρύτερες κοινωνικές συνθήκες. Η προσοχή, το ενδιαφέρον και η καλή θέληση ακόμα από μόνα τους δε συμβάλλουν στην επιτυχία, όταν οι ορίζοντες της γνώσης και των ικανοτήτων των συμμετεχόντων αποδεικνύονται ανεπαρκή. Ακόμα περισσότερο όταν οι προγραμματιστές πρόκειται να τοποθετηθούν σε θέσης υψηλής ευθύνης μέσα σε μια επιχείρηση –πράγμα αρκετά σύνηθες- ακόμα και όλα μαζί τα παραπάνω στοιχεία μπορεί να φανούν ανεπαρκή αν δεν διαθέτουν βασικές ηθικές αρχές που σχετίζονται με την επαγγελματική συνέπεια, την ειλικρίνεια και την διαχειριστική ικανότητα (Davis, 2000). Ο ενθουσιασμός οφείλει στα πλαίσια μιας οργανωμένης εργασίας να συνδυάζεται με πολλούς γνωστικούς και ηθικούς παράγοντες.

Μολαταύτα, οι παράγοντες του ενδιαφέροντος, του ενθουσιασμού, της ενδεχόμενης ψυχαγωγίας αλλά και του ευρύτερου κλίματος συνεργασίας συντελούν κατά την ομολογία του Stallman στην εδραίωση ενός συναισθήματος αρμονίας. Το συναίσθημα αυτό είναι αρκετές φορές ικανό να αντισταθμίσει αποτελεσματικά τις ενδεχόμενες μειωμένες χρηματικές αποδοχές (Stallman, 2002). Ταυτόχρονα, η αρμονία και η ψυχική ισορροπία παρουσιάζεται ως ένα από τα δημοφιλέστερα «λάβαρα» της νοοτροπίας του ελευθέρου λογισμικού, το οποίο σπάνια συναντάται στις καταπιεστικές συνθήκες εμπορικής παραγωγής κλειστού/ιδιόκτητου λογισμικού.

Πέρα από το υλικό όφελος λοιπόν, αρκετοί προγραμματιστές κατά τη μαρτυρία του Stallman κινούνται και αναπτύσσουν τη σκέψη και τις δεξιότητές τους με βασικό κίνητρο την αποκομιδή του συναισθήματος της αρμονίας που προκύπτει από αυτήν τους τη δραστηριότητα.

Σε μια σύγχρονη δυτική και βιομηχανική κοινωνία όπου ο τεχνοκρατισμός αναδύεται με το πιο ισχυρό του προσωπείο, οι ισχυρισμοί του Stallman περί ψυχικής αρμονίας ίσως ακούγονται ανοίκειοι ή ουτοπικοί. Πέρα από αυτό όμως δεν υπάρχει ακόμα απτή απόδειξη περί του αντιθέτου των ισχυρισμών του. Και ο ίδιος άλλωστε συνεχώς τονίζει μέσα στα έργα του ότι τα λεγόμενά του υπόκεινται στην επαλήθευσή τους ή μη από το πέρασμα του χρόνου.

γ) Η ψυχολογική σημασία της προσφοράς.

Προηγουμένως έγινε λόγος περί της διττής σημασίας της αγγλικής λέξης “free” (ελεύθερος ή δωρεάν). Εν προκειμένω κρίνεται απαραίτητο να γίνει ειδική μνεία περί του διαχωρισμού των εννοιών, ώστε να τονιστεί η ιδιαίτερη σημασία της ελευθερίας που ευαγγελίζεται το ελεύθερο λογισμικό. Αυτό γίνεται πιο παραστατικά μέσω συγκεκριμένων παραδειγμάτων.

Σε περιπτώσεις όπου απαιτείται μια πράξη φιλανθρωπίας ή γενναιοδωρίας παρατηρούμε να αναδύονται πληθώρα επιχειρημάτων που στοχεύουν στην προάσπιση της εθελούσιας αυτής πράξης προσφοράς. Η επιχειρηματολογία αυτή πηγάζει από πολλές πλευρές, τόσο από φιλοσοφικές και πολιτικές θεωρήσεις, όσο και από θρησκευτικά δόγματα. 

Σε πράξεις φιλανθρωπίας ή δωρεάν παροχής αγαθών συμμετέχουν (και με ιδιαίτερο ζήλο πολλές φορές) αρκετοί κραταιοί εκπρόσωποι των δυτικών κεφαλαιοκρατικών κοινωνιών, και ειδικότερα –στην περίπτωση που μας ενδιαφέρει- κραταιοί ηγέτες της νοοτροπίας του κλειστού/εμπορικού λογισμικού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι εκείνο του ηγέτη της γνωστής εταιρείας πληροφορικής Microsoft, του πιο εύπορου εν ζωή ανθρώπου στον κόσμο, του Bill Gates. Ο ίδιος ο Gates συνειδητοποιώντας (κατά ομολογία του ιδίου) τα τεράστια προβλήματα που μαστίζουν τον κόσμο στα επίπεδα της παιδικής θνησιμότητας, της έλλειψης τροφής και στέγης, καθώς και της ελλιπούς εκπαίδευσης δραστηριοποιείται ενεργά σε φιλανθρωπικές δραστηριότητες μέσα από το ίδρυμα που ο ίδιος δημιούργησε (Gates, 2005).  Μερικοί ψυχολόγοι θεωρούν την πράξη αυτή του Gates ως ειλικρινή (Wong, 2004). Υπάρχουν βέβαια και οι ενστάσεις που διατυπώνονται επίσημα και από τον πολιτικό κόσμο, οι οποίες συγκεντρώνονται στο σκεπτικό πως ο Gates με τις φιλανθρωπίες εξαγοράζει ολόκληρες κυβερνήσεις κρατών και εν γένει την κοινή γνώμη προκειμένου να στραφούν εναντίον του ελευθέρου λογισμικού (Colley, 2004). 

Κατά τα φαινόμενα η προσφορά της δωρεάς μπορεί να πηγάζει και από την «καθεδρική» νοοτροπία και μάλιστα σε μια ακραία της μορφή, τη φιλανθρωπία. Οι εκπρόσωποι του κλειστού λογισμικού μπορούν να διανέμουν σε ορισμένες περιπτώσεις δωρεάν όχι μόνο το λογισμικό τους, αλλά και τεράστια ποσά χρημάτων. Εκείνο που δεν διατίθενται να πράξουν είναι το άνοιγμα προς την ελευθερία της διακίνησης της τεχνογνωσίας και εν γένει της γνώσης που εκπορεύεται από τον πηγαίο κώδικα των προγραμμάτων τους. Εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται η ύψιστη αξία της γνώσης (ή της τεχνογνωσίας) σε σύγκριση με οποιοδήποτε άλλο πλεονέκτημα μπορεί να προσφέρει ο ένας άνθρωπος στον άλλο, ή στη συγκεκριμένη περίπτωση, μια εταιρεία προς μια ευρύτατη κοινωνία ανθρώπων.

Η ίδια η «καθεδρική» νοοτροπία είναι αυτή που επαληθεύει την πρωταρχική σημασία της γνώσεως έναντι οποιουδήποτε εφήμερου υλικού κέρδους. Ο κλειστός χαρακτήρας της γνώσης είναι εκείνος ο λόγος για τον οποίο οι «καθεδρικοί» συνεχώς αποκομίζουν περίοπτη οικονομική και κοινωνική θέση. Η αποκλειστική αυτή ιδιόκτητη γνώση κατά τον Stallman, όπως ήδη ειπώθηκε, είναι η καταστροφή της επιστημονικής εξέλιξης και δημιουργικότητας και εδώ βρίσκεται το καθοριστικό σημείο: Όταν οι εκπρόσωποι του «παζαριού» προσφέρουν απλόχερα εκείνο που οι «καθεδρικοί» ουδέποτε προσφέρουν θεωρώντας το ως ύψιστη αξία που πρέπει να την αποκλείσουν από το κοινωνικό σύνολο –και εννοούμε τη γνώση υπό την ελεύθερη μορφή της-, τότε ενδεχόμενα σημαίνει ότι και το ποσό της ψυχολογικής ευχαρίστησης που αποκομίζουν οι εκπρόσωποι του «παζαριού» από την απελευθέρωση της γνώσης είναι ασύγκριτα μεγαλύτερο από οποιαδήποτε έκφραση δωρεάς ή φιλανθρωπίας των «καθεδρικών».

Από όλα τα παραπάνω, καθώς και από τη θεωρία και την πράξη των δυο ρευμάτων παραγωγής λογισμικού αποδεικνύεται στην ουσία ότι η έννοια της ελευθερίας αξιολογικά υπερτερεί έναντι εκείνης της δωρεάς. Η προσφορά μιας δωρεάς έχει χαρακτήρα πρόσκαιρο, αναλώσιμο. Η προσφορά της ελευθερίας έχει χαρακτήρα δυναμικό, απεριόριστα αξιοποιήσιμο. Αν το ψυχολογικό ζητούμενο λοιπόν είναι κατά τον Stallman η ψυχική αρμονία και ισορροπία, τότε οι εκπρόσωποι του «παζαριού» φαίνεται να ακολουθούν το σωστό μονοπάτι.

Τελικώς η Χαϊντεγκεριανή άποψη του απρόβλεπτου και δυναμικού χαρακτήρα της τεχνολογίας επαληθεύεται όλο και περισσότερο με το πέρασμα του χρόνου.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Adler, S. (1998) “Preserving the Information Ecosystem - A Discussion of Open Source Software” http://ssadler.phy.bnl.gov/~adler/OSS/OSS.html
Colley, A. (2004) “Democrats attack Gates’ ‘charity’”, ZDnet Australia  (http://www.zdnet.com.au/news/business/0,39023166,39151789,00.htm)

Davis, C. (2000) “Programmer ethics and professionalism in strategic systems development” Journal of Ethics, University of St. Thomas. Houston, Texas.

Devon, R. (2004) “Towards a Social Ethics of Technology: A Research Prospect”, DLA Journal, Virginia Polytechnical Institute

Diamond, D. (2002) "Just For Fun: The Story of an Accidental Revolutionary", Texere Publishing Fredrickson, B. (2001) “The role of positive emotions in positive psychology”, American Psychological Association, American Psychologist – March 2001, vol.56 No3, University of Michigan

Fueston, L. (1998) “Self-Interest” – Gnu.org (http://www.gnu.org/philosophy/self-interest.html) Gates, B. – Gates, M. (2005) “Letter from Bill and Melinda Gates” – Gates Foundation (http://www.gatesfoundation.org)

Godzinski, R. (2005) “(En)Framing Heidegger’s Philosophy of Technology”, Biannual Journal of “Essays in Philosophy”, Vo.6 No1, January 2005, Humboldt State University

Hanson, S. O. (2004) “Philosophical Perspectives on Risk”, DLA Journal, Virginia Polytechnical Institute

Heidegger, M. (1977) in "The Question Concerning Technology and Other Essays", trans. William Lovitt, New York: Harper and Row, 1977.

Juliard, Y. (2004) “Ethics Quality Management”, DLA Journal, Virginia Polytechnical Institute Laurent, A. (2004) "Understanding Open Source and Free Software Licensing", O'Reilly UK Moglen, E. (1999) “Anarchism Triumphant: Free Software and the Death of Copyright”, First  Monday (firstmonday.org)

Ponce de Leon, H. (2000) “osCommerce philosophy” – oscommerce.com
Raven, B. (1998) “Groupthink, Bay of Pigs, and Watergate Reconsidered” Academic Press University of California, Los Angeles

Raymond, E. (2001) "The Cathedral & the Bazaar", O'Reilly UK

Scavo, F. (2005) “Key advantage of Open source is Not Cost Savings” Computer Economics online research articles (http://www.computereconomics.com/article.cfm?id=1043), Canada.

Sitaker, K. (2005) “People, places, things and ideas”, στο Gnu.org  (http://www.gnu.org/philosophy/kragen-software.html)

Smith, M (2005) “Saving Humanity? Counter-arguing Posthuman Enhancement”, Journal of Evolution and Technology  -Vol. 14- April 2005, Trinity College, USA

Stallman, R. (2002) "Free Software, Free Society: Selected Essays of Richard M. Stallman", Free Software Foundation, Boston USA

Tanenbaum, A (1992) “Modern Operating Systems” Prentice - Hall, inc. New Jersey USA

Torvalds, L. (2002) "Just For Fun: The Story of an Accidental Revolutionary", Texere Publishing

Weber, S. (2004) "The Success of Open Source", Harvard University Press

Williams, S. (2002) "Free as in Freedom", O'Reilly UK

Wong, P. (2004) “The Positive Psychology of Giving” – Psychjourney – phychjourney.com

Young, R. (1999) “Giving it away: How Red Hat Software Stumbled Across a New Economic Model and Helped Improve an Industry” in "Open Sources: Voices from the Open Source Revolution", O'Reilly UK

Γεώργας, Δ. (1999) "Κοινωνική Ψυχολογία", δ’ Πανεπιστημιακή έκδοση – τόμος Β, Αθήνα

Πελεγρίνης, Θ. (1997) "Ηθική Φιλοσοφία" - Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα

Πόρποδας, Κ. (1996) "Γνωστική Ψυχολογία" - Πανεπιστημιακή έκδοση, Αθήνα